Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὴν ἀκοήν

См. также в других словарях:

  • προσενοχλώ — έω, Α ενοχλώ ή προσβάλλω επί πλέον (α. «προσενοχλέει τὴν ὄψιν», Ιπποκρ. β. «προσενοχλεῑν τὴν ἀκοήν», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • оглоушити — ОГЛОУШ|ИТИ (2*), ОУ, ИТЬ гл. 1.Заткнуть (уши): да избодуть си очи и ˫азыкъ. руцѣ же и нозѣ. и слуха да оглушать. да не сими съсуды грѣхъ будеть потѣхъ ѹму. (τὴν ἀκοὴν ἐπιβυσοτωσαν) ПНЧ к. XIV, 154в. 2. Лишить способности слышать: и призва г҃ь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»